- αφροσύνη
- η (AM ἀφροσύνη) [άφρων]απερισκεψία, μωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφροσύνη — folly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνῃ — ἀφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροσύνη — η απερισκεψία, παλαβομάρα: Ήταν αφροσύνη να διακόψεις τις σπουδές σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφροσύναι — ἀφροσύνη folly fem nom/voc pl ἀφροσύνᾱͅ , ἀφροσύνη folly fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνηι — ἀφροσύνῃ , ἀφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσυνῶν — ἀφροσύνη folly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύναις — ἀφροσύνη folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνην — ἀφροσύνη folly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνης — ἀφροσύνη folly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροσύνῃσι — ἀφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)